- χιονοθρέμμων
- χῐονο-θρέμμων, ον, gen. -ονος,A fostering snow, snow-clad,
σκοπιαί E.Hel.1323
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοπιαί E.Hel.1323
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιονοθρέμμων — ον, Α χιονοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + θρέμμων (< θ. θρεπ τού τρέφω [πρβλ. θρεπ τός] + κατάλ. μων), πρβλ. ὑδατο θρέμμων] … Dictionary of Greek
χιονοθρέμμονας — χιονοθρέμμων fostering snow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοτρόφος — ον, Α χιονοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek